- φιλόμοχθος
- φῐλό-μοχθος, ον,A = φιλόπονος, Phalar. Ep.126, Ptol.Tetr.158, Jahresh.23 Beibl.178 ([place name] Thrace): neut. pl. as Adv.,
φιλόμοχθα Man.4.277
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόμοχθα Man.4.277
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόμοχθος — ον, Α 1. φιλόπονος, εργατικός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα με φιλοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύ μοχθος] … Dictionary of Greek
φιλόμοχθον — φιλόμοχθος masc/fem acc sg φιλόμοχθος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομόχθους — φιλόμοχθος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμοχθα — φιλόμοχθος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
φιλόπονος — η, ο / φιλόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός αρχ. 1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον η φιλοπονία 3. φρ.… … Dictionary of Greek